Ακούραστος ο γέρο-Πέτρος καθάριζε κρεμμύδια στην πανήγυρη της Παναγίας για την εσπερινή Τράπεζα. Θα ΄ρχονταν πατέρες και ψαλτάδες από την έρημο να στολίσουν την αγρυπνία.
Και πως έκανε ο γέρο-Πέτρος άμα ξεκινούσε τα μέγιστα ανοιξαντάρια του Κουκουζέλη και το «Θεοτόκε Παρθένε» του Μπερεκέτη! Και όλο και σκούνταγε το Δανιήλ τον Εκκλησιαστικό να κουνήσει ακόμα πιο δυνατά το χορό και τον πολυέλαιο.
– Ω Θεέ μου, και πώς θα ΄ναι στον Παράδεισο, ακουγόταν η φωνή του γερο-καλόγερου.
Παρ΄ ότι το στασίδι του ήτανε μπροστά στα γεροντικά, εκείνος με ευλογία του ηγούμενου στεκότανε σε κείνα των αρχαρίων, στο στασίδι που στάθηκε στα πρωτόρθε στο μοναστήρι. Ώρες ορθός στην Εκκλησία, όμοιο πυρφόρο Χερουβείμ που λάτρευε με σεβασμό το Θεό Του.
– Και δε μου λες παππού τι είναι η Παναγία για τον κόσμο, ρώτησε ο πατήρ Υπάτιος το Γέροντα.
Ο γέρο-Πέτρος άφησε τα κρεμμύδια και το μαχαίρι μεμιάς και πήρε ύφος σοβαρό σαν να ΄βγαζε λόγο επίσημο.
– Εγώ πατέρες, γράμματα δεν ξέρω και να τα πω όμορφα και δουλεμένα. Μ΄ αυτή η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Σε μένα την είπαν ταπεινοί μοναχοί του Όρους που ποτέ δεν φιλιώθηκαν με το ψέμα.
– Το λοιπόν, κάποτε στον Παράδεισο μπροστά στην όμορφη πόρτα του καθόταν ο Άγιος Πέτρος και καλοδεχόνταν τα παιδιά του Θεού που είχαν κερδίσει τη Βασιλεία Του. Σαν νύχτωνε, ο Άγιος έκλεινε τα θυρόφυλλα και μετρούσε στα τεφτέρια του πόσοι είχανε μπει στον Παράδεισο. Ύστερα έβαζε τα ονόματα τους πλάι σε εκείνους που ήταν ήδη μέσα από καιρό και έβρισκε τον αριθμό.
Το άλλο πρωί μετρούσε πάλι τους παραδεισένιους ανθρώπους και πήγαινε ν΄ ανοίξει την πόρτα. Μα για καιρό έβλεπε τούτο το παράδοξο. Ενώ αποβραδίς είχε μετρήσει πως αυτοί που είχανε μπει στον Παράδεισο ήταν δέκα, την άλλη μέρα μετρούσε άλλους τρεις παραπάνω.
– Μα πώς γίνεται αυτό σκεφτόταν
Μια και δύο πηγαίνει στον αφέντη Χριστό και του λέει αυτό που τον απασχολεί.
– Να φυλάξεις βάρδια είπε ο Χριστός και ο Άγιος έσκυψε ταπεινά το κεφάλι και γύρισε στο διακόνημα του.
Το ίδιο βράδυ ο απόστολος του Θεού φύλαξε κατά την προσταγή του Χριστού και σαν ξημέρωσε είχε έτοιμη την απάντηση.
– Λοιπόν, είπε ο Κύριος.
– Το βράδυ… Κύριε… που κλείνει ο Παράδεισος, ανεβαίνει η Μάνα Σου στα τείχη και βάζει από κει τους ανθρώπους!
Άμα τέλειωσε τη διήγηση ο γέρο-Πέτρος έκανε το σταυρό του και μετά οι άλλοι μοναχοί.
– Και είναι αλήθεια αυτή η ιστορία, ρώτησε ένας προσκυνητής το γέρο-Πέτρο.
– Ήμαρτον, Θεέ μου! Έκαμε ο γέροντας ενοχλημένος από την «απιστία» του επισκέπτη.
Του Αρχιμανδρίτου Εφραίμ Παναούση από το περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία
https://orthodoxia.online
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου