Ο βίος του πατρός Δημητρίου Στανιλοάε καλύπτει περίπου ολόκληρο τον 20ον αιώνα, αυτόν τον τόσο ταραγμένο αιώνα μας. Γεννήθηκε στις 17 Νοεμβρίου του 1903, σε ένα ορεινό χωριό της Τρανσυλβανίας, κοντά στο Μπράσοβ, από γονείς αγρότες, απλούς αλλά βαθειά ριζωμένους στην χριστιανική ορθόδοξη παράδοση. Και οι δύο είχαν βιβλικά ονόματα, Ιερεμίας και Ρεββέκα.
Την εποχή εκείνη, αλλά και αργότερα, το χωριό αποτελούσε το βασικό στοιχείο κοινωνικής ζωής στην Ρουμανία. Στο χωριό του, στην ζωή του χωριού του, ο πατήρ Δημήτριος ανακαλύπτει και ζει για πρώτη φορά την αυθεντική εικόνα της εκκλησιαστικής ζωής ή μάλλον την εικόνα της εν γένει ζωής της μικρής αυτής κοινότητας, η οποία ήταν εκκλησιαστική. Γράφει σχετικά ο π. Δημήτριος: «Όλη η ζωή στο χωριό μας ήταν οργανωμένη γύρω από την Εκκλησία... Η κοινωνική ζωή ήταν στενά δεμένη με την θρησκευτική. Από τότε δεν μπορώ να κατανοήσω κοινωνική ζωή χωρίς Εκκλησία. Η Εκκλησία ήταν πολύ κοντά στο λαό και ο λαός ήταν πλήρως αφοσιωμένος στην λατρευτική ζωή της Εκκλησίας... Μεγάλωσα σ' αυτό το πνεύμα. Μία Εκκλησία πολύ σημαντική, κεντρικός άξονας όλης της ζωής των ανθρώπων. Ο λαός ζούσε μέσα στην Εκκλησία». Για τον ρόλο που έπαιξε στην μετέπειτα ζωή του, αλλά κυρίως στην θεολογική του προσπάθεια, η εμπειρία αυτού του εκκλησιαστικού ήθους στα παιδικά του χρόνια μας μιλάει ο π. Δημήτριος προς το τέλος της ζωής του με τους εξής όρους: «Εμπνέομαι ακόμη και σήμερα από τη ζωή της οικογένειάς μου, του χωριού και του λαού γενικά». (Costa de Beauregard, Dumitru Staniloae «Ose comprendre que Je t' aime» σ. 16-17).
Σημαντικό σταυροδρόμι στην ζωή του π. Δημητρίου υπήρξε η επιλογή της ανώτατης σχολής, μετά την αποφοίτηση του λυκείου στο Μπράσοβ. Ο ίδιος ήθελε να σπουδάσει φιλοσοφία για να προσεγγίσει την σχολαστική. «Δεν ήξερα τι ήταν η σχολαστική» έλεγε αργότερα, «νόμιζα ότι επρόκειτο για σπουδαία φιλοσοφία» (Costa de Beauregard, σ. 17). Η μητέρα και ένας θείος του, κληρικός, τον πείθουν να σπουδάσει θεολογία στη περίφημη τότε θεολογική σχολή του Cernauti που ήταν οργανωμένη σύμφωνα με τα πρότυπα των γερμανικών θεολογικών σχολών της εποχής. Η πρώτη διαπίστωση του π. Δημητρίου ήταν ότι επρόκειτο για κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που περίμενε ο ίδιος, έχοντας υπόψη την μέχρι τότε εκκλησιαστική του εμπειρία. Ανάμεσα στην ακαδημαϊκή θεολογία και την ζωή της Εκκλησίας υπήρχε χάσμα μεγάλο. Διερωτιόταν «πώς θα μπορούσε, επιστρέφοντας στο χωριό, να μεταφέρει στον λαό τους ακαδημαϊκούς περί Θεού ορισμούς και την μεταφυσική ορολογία». Ένα δεύτερο ερωτηματικό που γεννήθηκε στο νου του αφορούσε κάποια θεολογική αυτάρκεια, η οποία, ενώ περιοριζόταν στο διανοητικό επίπεδο, εμφανιζόταν ως πλήρης περί Θεού γνώση: «Μετά την μελέτη των θεολογικών εγχειριδίων και μετά από εκμάθηση βιβλικών χωρίων και δογματικών ορισμών, ο θεολόγος σπουδαστής είχε την εντύπωση ότι είχε φτάσει στην πλήρη γνώση του Θεού, ότι όλα είχαν λεχθεί και πέρα από τις γνώσεις αυτές δεν μπορούσε κανείς να πει τίποτε καινούργιο» (Costa de Beauregard, σ. 18).
Η πρώτη αντίδραση του ήταν κάποιο αίσθημα περιφρόνησης προς την λαϊκή ευσέβεια. Μετά από ένα χρόνο εγκαταλείπει κάπως απογοητευμένος την θεολογική σχολή και έρχεται στο Βουκουρέστι για να σπουδάσει φιλοσοφία και φιλολογία. Μια τυχαία ή μάλλον προνοιακή συνάντηση στο Βουκουρέστι με τον μητροπολίτη Νικόλαο Βalaη, τον αναγκάζει να επιστρέψει στη θεολογική σχολή, από την οποία και αποφοιτεί το 1927, με μόνο όφελος «την εκμάθηση της μεθοδολογικής εργασίας και την εις βάθος μελέτη των πραγμάτων».
Μετά την αποφοίτηση της θεολογικής σχολής, ο ίδιος μητροπολίτης τον στέλνει με υποτροφία για ένα χρόνο στην Αθήνα, μετά από επίμονη ζήτησή του. «Αναζητούσα την αυθεντική πηγή και έκφραση της ορθοδόξου θεολογίας και είχα την διαίσθηση ότι θα την έβρισκα στους Έλληνες Πατέρες», γράφει αργότερα. Παρόλο που η παραμονή του στην Αθήνα δεν έκλεισε ούτε ένα χρόνο (την σχολική περίοδο 1927-1928) και παρόλο που το χειμώνα εκείνης της χρονιάς πέρασε βαρειά αρρώστια, ο π. Δημήτριος κατορθώνει να μάθει την ελληνική γλώσσα και να ετοιμάσει την διδακτορική του διατριβή, με τίτλο «Βίος και δραστηριότης Δοσιθέου, Πατριάρχου Ιεροσολύμων και οι σχέσεις αυτού με τις ρουμανικές χώρες», την οποία υποβάλλει και υποστηρίζει το φθινόπωρο του 1928 στο Cernauti. H σύντομη αθηναϊκή του περίοδος θα αποτελέσει σημαντικότατο σταθμό στην θεολογική του πορεία. Το μεγάλο κέρδος ονομαζόταν ελληνική γλώσσα, δηλ. δυνατότητα και σοβαρό κίνητρο για την επαφή με τους Πατέρες.
Στον πρόλογο της ελληνικής μεταφράσεως της εισαγωγής στην Δογματική Θεολογία, έγραφε: «Ευχαριστώ τον Θεό, που με αξίωσε, με τον τρόπο αυτό, να πληρώσω έστω και ελάχιστο μέρος του ιερού μου χρέους προς την ελληνική γλώσσα, στην οποία οφείλω πάρα πολλά. Η ελληνική γλώσσα, την οποία έμαθα στην Αθήνα πριν από εξήντα χρόνια και την οποία βελτίωνα συνεχώς, μου επέτρεψε από την αρχή της θεολογικής μου διακονίας να βρίσκομαι σ' ένα ζωντανό και συνεχή διάλογο με τους Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας» (σ. 13). Στην θεολογική σχολή Αθηνών, βρίσκει, όπως και στο Cernauti, την ίδια θεολογία επηρεασμένη από την γερμανική συστηματική θεολογία.
Η ενδιαφέρουσα συνέχεια ΕΔΩ :
https://myorthodoxsite.blogspot.com/2021/01/blog-post_12.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου