Μικρό κορίτσι με εικονίτσες Αγίων και την μικρή Αγία Γραφή κάτω απ το μαξιλάρι να συναντά στα όνειρά της το Φως.
Μόνο αυτό της έρχεται από τα περασμένα κάθε ξημέρωμα όταν πλαγιάζει μετά τον κανόνα της ως το πρώτο τάλαντο.
Δεν θυμάται τα χρόνια που πέρασαν. Δεν νιώθει την ανάγκη να νοσταλγήσει το χθες. Την κάνει χαρούμενη το σήμερα, το σήμερον του επιούσιου άρτου της Ζωής, την μόνη μέριμνά της
Έχει βέβαια και τα διακονήματα εδώ στο Μοναστήρι, το εργόχειρό της με τα κομβοσκοίνια, τα ζωντανά, τους κήπους μα αυτά άσκεφτα τα κάνει, δεν σπαταλά ψυχή για δαύτα, μόνο το σώμα και τον κόπο της αφιερώνει, όλο το υπόλοιπο είναι της, το χάρισε σε Εκείνον, την αληθινή Ζωή και την Μητέρα Της την Κεχαριτωμένη.
Δεν λησμονά τους δικούς της βέβαια, που έρχονται να την δουν μα είναι αλλιώτικη τούτη η αγάπη και δεν διαφέρει από αυτήν που καίει μέσα της για κάθε αδελφό της που θα διαβεί την πύλη της μετανοίας της. Έτσι όταν την ειδοποίησαν για τον πατέρα της που κοιμήθηκε απρόσμενα, δεν θρήνησε, δεν έκανε όλα αυτά που γίνονται συνήθως με τα μοιρολόγια , και τους κοπετούς.
Δάκρυσε όπως ο Κύριος και έφερε τον πατέρα της στην μνήμη, συγχωρώντας τον για κάθε φορά που την πίκρανε ιδίως όταν έλαβε την μεγάλη απόφαση της αφιέρωσης.
Ένιωσε τώρα για πρώτη φορά εδώ και χρόνια την ανάγκη να ψάξει στο παρελθόν για κείνες τις στιγμές της πατρικής αγκαλιάς, το χαμόγελό του , την καλόκαρδη ματιά του , την καλοσύνη του. Όχι σαν ελαφρυντικά μα σαν απάντηση στην ξαφνική αγωνία που την κυρίευσε για τον αγώνα που μόλις εκείνος ξεκινούσε. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε φροντίσει για την τακτοποίησή του.
Κάθε φορά βέβαια που ερχόταν στο μοναστήρι μεριμνούσε με διάκριση να του υπενθυμίζει την μακαρία εγρήγορση στους χρόνους της χρηστότητος και της μακροθυμίας, το σωτήριο μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως. Μα πάντοτε εκείνος πήγαινε την κουβέντα αλλού.
-Μην ανησυχείς, ξέρω εγώ! της έλεγε
Μακάρι να ήταν έτοιμος ο Πατέρας, να έχει καλήν απολογία! Σκέφτηκε και έπιασε αμέσως το κομποσκοίνι της το διακοσάρι.
Ξεκίνησε να δέεται στον πολυεύσπλαχνο Δεσπότη των πάντων για την ψυχή του. Χιλιάδες μνήσθητι έφυγαν για τον Θρόνο του Δίκαιου Κριτή μαζί με δάκρυα και νηστεία και αγρυπνία.
Ζήτησε και από τις αδελφές της να προσευχηθούν και απ την Γερόντισσά τους την αγαπημένη.
-Προσευχηθείτε Γερόντισσα για τον δούλο του Θεού Ελευθέριο. Ζητήστε αν είναι ευλογημένο πληροφορία για την ψυχούλα του.
-Ναι παιδί μου θα κάνουμε όλες προσευχή και θα πάρουμε τηλέφωνο και στον Γέροντα στο Όρος να κάνουν σαρανταλείτουργο!
Κύλησαν έτσι οι σαράντα ημέρες. Προσπαθούσε να καταλάβει κάθε φορά που συναντούσε την Ηγουμένη, από την έκφραση του προσώπου της, αν είχε ανοίξει καθόλου ο Ουρανός, αν υπήρχε καλή είδηση για την ψυχούλα του Πατέρα της. Δεν ρώτησε βέβαια ξανά. Μα η σιωπή της σοφής Μητέρας την γέμιζε με λύπη, αφού λογισμοί απωλείας της ψυχής του πατέρα της την κυρίευαν κάθε τόσο.
Δεν σταμάτησε να προσεύχεται κάθε νύχτα για την ανάπαυσή του. Τι κι αν είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε. Με επιμονή και πίστη προσευχόταν.
Αυτό το νύχτωμα σκέφτηκε λίγο πριν την προσευχή να μελετήσει τους Αγίους Πατέρες, τους Αγγέλους εν σώματι.
Πήρε να διαβάσει του Χρυσοστόμου τους Θείους λόγους. Πάντα της άρεσαν τα ρητά του. Σταμάτησε μόλις διάβασε:
Κλαύσον τους αμετανοήτους, κλαύσον τους μηδέποτε μετανοήσαντες….Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια.
Ο μισόκαλος που πάντα απεργάζεται την αιώνια συντριβή μας, έγειρε και της επανέλαβε αυτό το τελευταίο ρητό: Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια. Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια. Αρέσκεται ο επίβουλος της ψυχής μας να μεταχειρίζεται ακόμα και Αγιογραφικά αποσπάσματα προκειμένου να μας σαλέψει την διάνοια, να μας θολώσει την σκέψη. Εδώ δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει την Αγία Γραφή στο Σαραντάριο Όρος όταν πείραζε τον Θεάνθρωπο. Αν είσαι Υιός του Θεού Του είπε πέσε κάτω. Άραγε θα διατάξει ο Θεός τους αγγέλους του να σε σηκώσουν στα χέρια, ώστε να μη χτυπήσεις στις πέτρες, όπως λένε οι Γραφές; Και ο Κύριος του απάντησε: «Είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή ότι δεν πρέπει να προκαλούμε τον Θεό με τις πράξεις μας».
Πάλι Τον πήρε έπειτα και Τον μεταφέρει σε πολύ ψηλό βουνό, απ’ όπου φαίνονταν όλα τα βασίλεια της πλάσης μ’ όλα τα πλούτη και τη δόξα τους και του λέει: Αν με προσκυνήσεις, όλ’ αυτά θα σου τα χαρίσω. Κι ο Χριστός μας του είπε αυστηρά: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά. Στη Γραφή είναι γραμμένο: Μόνο τον Κύριό σου να προσκυνήσεις και μόνο Αυτόν να λατρέψεις».
Νικημένος ο διάβολος έφυγε μακριά από τον Ιησού. Τότε ήρθαν άγγελοι του Θεού και Τον υπηρετούσαν.
Δεν μπόρεσε να τα σκεφτεί όλα τούτα η Ανθία η Μοναχή , αν και από μικρό παιδί τα διάβαζε , μόλις επαναλαμβανόταν συνεχώς κείνη την νύχτα το: Εν τω Άδη ουκ εστί μετάνοια. Έξαφνα της φαινόταν ανώφελο το να προσεύχεται για την ψυχή του πατέρα της. Μόνο ευχήθηκε την Σωτηρία, μα ένιωσε πλέον ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Όσες φορές και αν το μετέφρασε όσες κι αν το ερμήνευσε δεν μπορούσε να βρει λόγο για να συνεχίσει. Σκοτείνιασαν απότομα όλα μέσα της. Ξεκίνησε να λέει μόνο την ευχή του Ιησού την μονολόγιστη.
Θα ρωτήσω αύριο την Γερόντισσα σκέφτηκε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και βλέπει απ το παράθυρό της κάποιον από μακριά να πλησιάζει με ένα φως της φάνηκε φακός.
Παραξενεύτηκε γιατί πλησίαζαν μεσάνυχτα. Κάτι θα συνέβη σκέφτηκε , ίσως με την ηλικιωμένη Μακρίνα που την περίμεναν τούτες τις μέρες. Άνοιξε την πόρτα του κελιού της και προσπάθησε να διακρίνει την μορφή.
-Ποιος είναι; Ποιος είναι;
Δεν πήρε απόκριση και περίμενε να πλησιάσει.
-Ακυλίνα εσύ είσαι; Ευλόγησον !
Πάλι δεν ακούστηκε φωνή. Ήταν πυκνό το σκοτάδι εκείνης της νύχτας, αφέγγαρο σχεδόν.
Σε λίγο αντιλήφθηκε πως δεν ήταν φακός αυτό που κρατούσε η φιγούρα μα ένα μικρό φανάρι …Περίεργο σκέφτηκε. Που το βρήκε αυτό, δεν ήξερα πως έχουμε. Έφτασε σιμά της η λεπτή φιγούρα κρατώντας το φανάρι. Το σήκωσε ψηλά και φωτίστηκε το πρόσωπό της.
-Θεέ μου! Πατέρα εσύ! μόλις που πρόλαβε να ψελλίσει. Ακούστηκε η γνώριμη φωνή του αδύναμη και παραπονεμένη.
-Ένα φως είχα και αυτό μου το έσβησες !
Άνοιξε τα μάτια μετά από ώρες. Την βρήκαν σχεδόν λιπόθυμη πριν το μεσονυκτικό, όταν ήρθαν γιατί ανησύχησαν που δεν την είδαν στο καθολικό.
Η Γερόντισσα της μίλησε και γαλήνεψε την ψυχή της, της φώτισε και πάλι τον εσκοτισμένο, τον πρόσκαιρα πλανεμένο νου της. Η μορφή του Πατέρα της και το παράπονό του δεν την εγκατέλειψαν ποτέ από τότε.
Έδωσε υπόσχεση στην ψυχή του αλλά και σε όλες τις αναγκαιμένες ψυχούλες, ποτέ να μην τις λησμονήσει. Εκείνες δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, ούτε να αλλάξουν μόνες την κατάστασή τους.
Αυτοί που μένουν πίσω όμως μπορούν και δεν πρέπει να λησμονούν, διαρκώς να κρατούν το φως αναμμένο.
Νώντας Σκοπετέας
Απόσπασμα από εκπομπή με τίτλο : Από εμάς περιμένουν ( 3 μέρη )
Διασκευασμένη σε διήγημα , αληθινή Ιστορία από προφορική εξιστόρηση
Γέροντος Νίκωνος Αγιορείτου Νεοσκητιώτου
(ομιλία : η ζωή μετά την ζωή)
https://www.elromio.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου