αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
Καθόταν και αγνάντευε την πεδιάδα καθώς οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεσαν στο πρόσωπό του. Δεν κουνήθηκε όμως καθόλου. Δεν ήθελε να αφήσει τόσο βιαστικά και απότομα το θέαμα;
Τι ήταν αυτό που τον κρατούσε εκεί; Αυτή η πεδιάδα με χρώματα άνοιξης του έφερνε μέσα στην καρδιά του μια γλυκάδα. Έτσι φαινόταν…
Η βροχή δυνάμωσε. Τα ρούχα του άρχισαν να ρουφούν αχόρταγα την βροχή. Μα εκείνος στεκόταν εκεί, σαν άγαλμα σμιλεμένο σ’ αυτόν το λόφο της σιωπής. Κοιτούσε σα να έψαχνε κάτι αγαπημένο που έχασε πριν καιρό.
Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει. Τα χρώματα της πεδιάδας δεν έλεγαν να ξεθωριάσουν από την μανία της βροχής. Το βλέμμα του ακίνητο, καρφωμένο μέσα στον βαθύ στοχασμό του.
Η ώρα περνούσε. Η βροχή σταμάτησε. Ένα απαλό ουράνιο τόξο πέρασε βιαστικά από τον ουρανό δίνοντας και αυτό μερικές πινελιές ομορφιάς.
Μα αυτός δεν γύρισε να το κοιτάξει, το βλέμμα του παρέμεινε ακίνητο. Βλέμμα με μια παράξενη μελαγχολία, με μια ιερότητα που την βρίσκει κανείς στον θρήνο της αγάπης που σταυρώθηκε.
Το χώμα είχε γίνει λάσπη. Κελαηδίσματα άρχισαν να ξανά ακούγονται. Ο ήλιος ξεπρόβαλε δίνοντας ζωή στο φως και στην ζέστη. Ήταν τότε που από πίσω του τον πλησίασε ένας άνθρωπος. Τον πλησίασε χωρίς να μιλήσει. Του χάιδεψε τα μαλλιά. Εκείνος ακίνητος, με το βλέμμα του να ξεψυχά στο άπειρο.
Ο άνδρας έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. Του ψιθύρισε στο αυτί. «Συγνώμη παιδί μου, σε ξέχασα…». Σα να μη του έφτανε όμως αυτή η συγνώμη. Έσκυψε και του φίλησε το χέρι.
Ένα χέρι άψυχο, χωρίς καμία διάθεση να κουνηθεί, χωρίς καμία δύναμη να ανταποκριθεί. Ο ασπρομάλλης άνδρας έκλεισε για λίγο τα μάτια του, ακουμπώντας το μέτωπό του σ’ αυτό το χέρι. Έμεινε για λίγο σε εκείνη τη θέση. Πήρε μερικές ανάσες και σηκώθηκε.
Πήγε και πάλι πίσω από το παλικάρι του. Του χάιδεψε και πάλι τα βρεγμένα του μαλλιά. Τα χέρια του ηλικιωμένου άνδρα έπιασαν τις λαβές του αναπηρικού καροτσιού. Το τράβηξε προς τα πίσω. Έκανε μια επιτόπια αναστροφή και κίνησαν για το σπίτι.
Το βλέμμα του παρέμεινε ακίνητο. Κοιτούσε μπροστά, χωρίς να κοιτά πουθενά. Μα τώρα σα να έβλεπες ένα παράπονο να βγαίνει σαν δάκρυ.
Είχε περίπου δύο χρόνια στο καροτσάκι. Ούτε μιλούσε, ούτε μπορούσε να κουνηθεί. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ακούει και να έχει τα μάτια του ανοιχτά. Το φαγητό του το δίνανε από μια οπή στο λαιμό του. Στα 27 του χρόνια ήταν όταν έπαθε το ατύχημα.
Από τότε κάθε απόγευμα ο πατέρας του τον βγάζει λίγο έξω από το σπίτι τους και αγναντεύει την θέα. Σήμερα ο καιρός χάλασε απότομα. Ο πατέρας του ξεχάστηκε με δουλείες στο σπίτι. Όταν κατάλαβε ότι ξέχασε τον μονάκριβό του έξω στην βροχή έτρεξε κοντά του…
Δεν τον άκουσε να του παραπονιέται. Δεν άκουσε να τον μαλώνει που τον λησμόνησε μέσα στην βροχή και τον αγέρα. Δεν τον έσπρωξε πέρα. Δεν έκανε καμία γκριμάτσα δυσανασχέτησης.
Πόσο, μα πόσο θα ήθελε αυτός ο πατέρας να τον βρίσει ο γιός του, να μπορούσε να του παραπονεθεί, να μπορούσε να του φώναζε… αχ, μακάρι να μπορούσε να μιλήσει, να κουνηθεί κι ας ήταν για «κακό».
Μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά. Τώρα το μόνο που μπορούσε ήταν να κοιτά αυτό που είχε μπροστά του. Μα το βλέμμα του ήταν θαρρείς ότι δεν έβλεπε ούτε αυτό που είχε μπροστά του.
Θαρρείς έβλεπε κάτι κρυμμένο, κάποιο θέαμα που μπορούν και βλέπουν μόνο αυτοί που βιώνουν τον πόνο και την οδύνη μιας φοβερής απώλειας.
Ο πατέρας του τον έβαλε στο σπίτι. Η μητέρα του έτρεξε να του βγάλει τα βρεγμένα ρούχα. Μετά από μερικά λεπτά κατάφεραν, μητέρα και πατέρας να τον βάλουν στο κρεβάτι του.
Με δακρυσμένα μάτια η μάνα του τον σκέπασε με την κουβέρτα που είχε από παιδί. Το κεφάλι του ήταν γερμένο προς το μέρος της. Ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές τα μάτια του. Αχ, αυτά τα μάτια του…
Η μάνα έγειρε από πάνω του, όπως η Παναγιά έγειρε πάνω στον υιό της κατά την αποκαθήλωσή Του. Αφουγκραζόταν την ανάσα του, άκουγε τους κτύπους της καρδούλας του. Έφερνε στο νου της την φωνή του. Έφερνε στο νου της το χαμόγελό του.
Εκείνο το χαμόγελο που της χάρισε πριν πάει εκείνη την μοιραία βόλτα. Έφερε στο νου της τα τελευταία λόγια που τον άκουσε να λέγει: «Μάνα, πες τον πατέρα να με ξυπνήσει αύριο, να πάμε μαζί στην εκκλησία».
Ο πατέρας του στεκόταν στη πόρτα του δωματίου. Σιωπηλός έβλεπε το θέαμα. Σπαραγμός. Πόνος. Αυτός ο πόνος που δεν έχει γιατρειά. Πολλές φορές τον έπιαναν τα κλάματα. Ειδικά τα πρωινά των Κυριακών, καθώς ετοιμαζόταν να κατηφορίσει για την εκκλησιά.
Μετά από δυο χειμώνες το παλικάρι τους άφησε το σώμα αυτό το λαβωμένο. Στην κηδεία του ήταν αρκετοί φίλοι του. Κάποιος από αυτούς πλησίασε τον πατέρα του. Τον αγκάλιασε, του έσφιξε το χέρι.
Κι έτσι κρατώντας το χέρι του, του είπε «Ο Νίκος εκείνο το βράδυ μας ανακοίνωσε ότι θέλει να πάει να δοκιμαστεί στο Άγιο Όρος. Εμείς αντιδράσαμε, αλλά ο ίδιος ήταν ανένδοτος. Να ξέρετε, σήμερα θάψατε μοναχό…».
Ο πατέρας του σάστισε. Πρώτη φορά, μετά από τόσα χρόνια άκουγε κάτι τέτοιο.
Μετά από μερικές ημέρες το είπε στη γυναίκα του. Εκείνη δεν είπε τίποτα. Σηκώθηκε και άνοιξε ένα μικρό συρταράκι από το έπιπλο του σαλονιού. Κάτω από μερικά χαρτιά ανέσυρε ένα φάκελο. Τον άνοιξε.
Έβγαλε από μέσα ένα γράμμα. Το γράμμα του Νίκου προς του γονείς του. Έλεγε ότι φεύγει για το Άγιο Όρος και θέλει την ευχή τους. Έλεγε για τον κρυφό του πόθο να ζήσει για τον Χριστό.
«Πότε το ανακάλυψες αυτό»; την ρώτησε. Εκείνη με μάτια βουρκωμένα του είπε
«Μετά από τρεις ημέρες από το βράδυ του ατυχήματος». Κάθισαν και οι δυο βουβοί στο σαλόνι. Σηκώθηκε μετά από λίγο η γυναίκα και πήγε προς την κουζίνα.
Έμεινε μόνος του πλέον ο πατέρας του. Κρατούσε το γράμμα του. Το βλέμμα του ήταν προς το εικονοστάσι. Άρχισε να βουρκώνει. Έκλαιγε. Όχι για τον Νίκο του αλλά για τον ίδιο που τόσο είχε παρεξηγήσει το παιδί του, που ήταν ανυποψίαστος για την απόφαση του γιού του.
Για τον Νίκο πλέον έκλαιγε από χαρά. «Νίκο μου, δεν ήξερα παιδί μου, συγχώρα με», είπε και κίνησε για την κουζίνα. Εκεί βρήκε την σύζυγό του να τον καρτερεί. Ο ένας αγκάλιασε τον άλλον.
Μια χαρμολύπη πλημμύρισε το σπιτικό τους. Αυτή η χαρμολύπη της σταύρωσης που προαναγγέλλει την ανάσταση. Αυτή η χαρμολύπη ενός θανάτου που γεννά ζωή αιώνια.
Κάθε απόγευμα βγαίνανε και αγνάντευαν την θέα. Πήγαιναν μαζί και στεκόταν εκεί που το παιδί τους στεκόταν καθηλωμένο στο αναπηρικό καροτσάκι του.
Κι εκεί διάβαζαν την παράκληση προς τη Παναγιά. Κι εκεί σα να άκουγαν την φωνή του να τους λέγει, «Ανέστη Χριστός, και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι»…
https://oikohouse.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου