Επιλύχνιος Ευχαριστία (Φως ιλαρόν)

Φως ιλαρόν αγίας δόξης Αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος, Ιησού Χριστέ, Ελθόντες επί την ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν. Άξιόν Σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς αισίαις Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς• διό ο κόσμος Σε δοξάζει».

Μενού

...«Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε· τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς», Απ. Παύλος, Α' Θεσ. 5-17
*Συνεχώς καινούρια θέματα ... κοινοποιήστε τα θέματα που σας αρέσουν*

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

Αγία Ωραιοζήλη - 26 Ιουλίου


* Ἡ βα­σι­λί­δα τῶν πό­λε­ων, Κων­σταν­τι­νού­πο­λις, κον­τά στά ἄλ­λα κα­λά πού τήν στό­λι­ζαν, εἶ­χε ἀ­κό­μη ὡς στο­λί­δια της καί τούς Βί­ους τῶν ἐ­νά­ρε­των ἀν­δρῶν καί γυ­ναι­κῶν. 

Μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ αὐ­τούς στο­λι­ζό­ταν, πα­ρά μέ τά δι­ά­φο­ρα αἰ­σθη­τά κάλ­λη ­πού ἔ­χει, δη­λα­δή μέ τήν θέ­σι τοῦ τό­που, μέ τήν με­γα­λο­πρέ­πεια καί μέ τά τεί­χη, τά ὁ­ποῖ­α πα­ρα­μέ­νουν ἀ­πό τούς ἐ­νάν­τι­ους ἐ­χθρούς ἀ­νί­κη­τα, δι­ό­τι με­γα­λύ­τε­ρο κάλ­λος καί με­γα­λύ­τε­ρη ὠ­φέ­λεια προ­ξε­νεῖ­ται σ’ αὐ­τήν ἀ­πό τούς Βί­ους αὐ­τῶν, πα­ρά ἀ­πό τά ὅ­σα ἀ­να­φέρ­θη­καν πα­ρα­πά­νω. Καί Βί­ους ἐν­νο­ῶ, ὄ­χι μό­νον τούς γνω­στούς στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ καί γραμ­μέ­νους στά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Συ­να­ξά­ρια, ἀλ­λά καί ἐ­κεί­νους, ­πού ἔ­γι­ναν μέν γνω­στοί στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά γιά κά­ποι­α τυ­χαί­α ἀ­μέ­λεια, δέν γρά­φτη­καν, ἀλ­λά σκε­πά­σθη­καν ἀ­πό τήν πο­λυ­και­ρί­α. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νοι οἱ Βί­οι τῶν Ἁ­γί­ων, πού εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι, ὅ­ταν δι­α­βά­ζων­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πα­ρα­κι­νοῦν, ὅ­σους ἀ­κοῦν, σέ ζῆ­λο καί μί­μη­σι τῆς ἀ­ρε­τῆς καί σέ συν­τρι­βή τῆς ψυ­χῆς καί κα­τά­νυ­ξι. Οἱ Βί­οι ὅ­μως, ­πού δέν εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι, μο­λο­νό­τι ἡ πο­λυ­και­ρί­α σκέ­πα­σε τά ὑ­πο­μνή­μα­τά τους καί τά ἐ­ξα­φά­νι­σε, ὅ­μως ἀ­πό τά θαύ­μα­τα, ­πού γί­νον­ται, ἀ­πό ὅ­σους ἁ­γί­ους ἔ­ζη­σαν σύμ­φω­να μέ τούς Βί­ους αὐ­τούς, γί­νον­ται σέ ὅ­λους φα­νε­ροί καί κα­τά­δη­λοι.

Μί­α λοι­πόν ἀ­πό τούς Ἁ­γί­ους αὐ­τούς εἶ­ναι καί ἡ καλ­λι­κέ­λα­δη ἀ­η­δό­να καί κα­θα­ρή πε­ρι­στε­ρά τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Μάρ­τυρας, λέ­ω, Ὡ­ραι­ο­ζή­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πό ποι­ά χώ­ρα κα­τα­γό­ταν καί ποι­οί ἦ­ταν οἱ γο­νεῖς της, δέν βρί­σκε­ται γραμ­μέ­νο. Τό ὅ­τι ὅ­μως γεν­νή­θη­κε ἀ­πό γο­νεῖς Ἕλ­λη­νες, πού προ­σκυ­νοῦ­σαν τά εἴ­δω­λα, αὐ­τό θά τό φα­νε­ρώ­ση ὁ λό­γος στήν συ­νέ­χεια. Δι­ό­τι ἀ­πό τά χρό­νια τῶν θε­ο­κή­ρυ­κων Ἀ­πο­στό­λων, ὅ­ταν δι­α­δό­θη­κε σέ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη τό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­πό τό­τε σα­γη­νεύ­θη­κε μέ τά λο­γι­κά δί­κτυ­α τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀν­δρέ­ου τοῦ Πρω­το­κλή­του καί ἡ σε­μνό­τα­τη αὐ­τή Ὡ­ραι­ο­ζή­λη καί λυ­τρώ­θη­κε ἀ­πό τόν βυ­θό τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρεί­ας. Δι­ό­τι ἀ­πό τόν Ἀ­πό­στο­λο Ἀν­δρέ­α βα­πτί­σθη­κε αὐ­τή καί φω­τί­σθη­κε καί ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε σέ μί­α μι­κρή Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τη­γου Μι­χα­ήλ· αὐ­τή, ­σάν γῆ ἀ­γα­θή, ἀ­φοῦ δέ­χθη­κε τόν σπό­ρο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, ἀ­πέ­δω­σε πο­λύ καί ἑ­κα­τον­τα­πλά­σιο τόν καρ­πό. Δι­ό­τι πα­ρα­μέ­νον­τας στόν Να­ό ἐ­κεῖ­νο τοῦ Ἀρ­χι­στρά­τη­γου, ἦ­ταν ἐρ­γά­τις τῶν τοῦ Χρι­στοῦ ἐν­το­λῶν καί φρόν­τι­ζε μέ τά κα­λά ἔρ­γα νά γί­νε­ται κή­ρυ­κας τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, λε­γό­με­νη ἰ­σα­πό­στο­λος καί τα­λαι­πω­ρού­με­νη μέ κά­θε σω­μα­τι­κή κα­κο­πά­θεια. Ὁ­πό­τε ἀ­πό αὐ­τό ἔ­τρε­χε κον­τά της με­γά­λο πλῆ­θος Ἑλ­λή­νων καί ὠ­φε­λεῖ­το μέ τίς κα­θη­με­ρι­νές της δι­δα­σκα­λί­ες, λη­σμο­νῶν­τας τήν προ­η­γού­με­νη κα­κή ζω­ή τους, ἐ­πι­στρέ­φον­τας στόν Χρι­στό καί μέ τήν χά­ρι του ἐ­ξοι­κει­ού­με­νοι. Γι’ αὐ­τό ἀ­πέ­κτη­σε ἡ Ἁ­γί­α καί ἄλ­λες δύ­ο παρ­θέ­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες, ἀ­φοῦ ἀ­πο­στρά­φη­καν τήν εἰ­δω­λι­κή πλά­νη, γνώ­ρι­σαν τόν Χρι­στό μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α της ὡς Θε­ό προ­αι­ώ­νιο καί Δη­μι­ουρ­γό τοῦ παν­τός. Αὐ­τές λοι­πόν οἱ δύ­ο παρ­θέ­νες κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πό τόν πό­θο τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν παν­το­τι­νή ἐρ­γα­σί­α τῶν ἀ­ρε­τῶν καί μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ὡ­ραι­ο­ζή­λης γι­νό­με­νες πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­νά­ρε­τες, ἔ­βλε­παν σ’ αὐ­τήν, χω­ρίς νά πα­ρεκ­κλί­νουν κα­θό­λου, μέ τούς ὀ­φθαλ­μούς τοῦ νοῦ, ὡς πρω­τό­τυ­πο τῆς ἀ­ρε­τῆς καί πα­ρά­δειγ­μα καί, πυρ­πο­λού­με­νες πάν­το­τε ἀ­πό τόν θε­ϊ­κό ζῆ­λο, ἦ­σαν χα­ρού­με­νες, συ­να­γω­νι­ζό­με­νες μέ ἕ­να­ν ἀ­γα­θό καί ἀ­ξι­έ­παι­νο ἀ­γῶ­να· Ποι­ά δη­λα­δή ἀ­πό αὐ­τές νά νι­κή­ση τήν ἄλ­λη σέ ἀ­γρυ­πνί­ες, σέ νη­στεῖ­ες, σέ προ­σευ­χές καί στίς ὑ­πό­λοι­πες κα­κο­πά­θει­ες τοῦ σώ­μα­τος. Καί αὐ­τά βέ­βαι­α γί­νον­ταν μέ­χρι τά χρό­νια τοῦ ἀ­σε­βέ­στα­του βα­σι­λιᾶ Δε­κί­ου, δη­λα­δή κα­τά τό ἔ­τος 250. Δι­ό­τι τό­τε ὁ μι­σό­κα­λος Δι­ά­βο­λος καί ἐ­χθρός τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ψυ­χῶν ἔ­λει­ω­νε ἀ­πό τόν φθό­νο του, σκε­πτό­με­νος τήν ἀ­νί­κη­τη δύ­να­μι τοῦ Χρι­στοῦ. Πῶς καί μέ­ τήν ἀ­δύ­να­τη φύ­σι τῶν γυ­ναι­κῶν ἐ­νερ­γῶταν ἡ ἀ­ρε­τή καί αὔ­ξα­νε σέ κά­θε μέ­ρος. Ἡ ἀ­ρε­τή πά­λι, κι ἄν ἀ­κό­μη γί­νε­ται σέ ἀ­πό­κρυ­φο καί πα­ρά­με­ρο μέ­ρος, κά­νει ὅ­μως φα­νε­ρό τό τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου κή­ρυγ­μα καί ὄ­χι μό­νον αὐ­τό τό με­τα­δί­δει, ἀλ­λά καί τό στε­ρε­ώ­νει στίς ψυ­χές τῶν Χρι­στια­νῶν.

Ὁ­πό­τε τί χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ ἀ­λι­τή­ριος Δι­ά­βο­λος; Μπῆ­κε μέ­σα στόν βα­σι­λιά Δέ­κιο καί μέ αὐ­τόν ξε­κί­νη­σε πό­λε­μο καί δι­ωγ­μό κα­τά τῶν Χρι­στια­νῶν. Δι­ό­τι αὐ­τός ὁ ἀ­σε­βέ­στα­τος μή χρη­σι­μο­ποι­ῶν­τας σω­στά τήν βα­σι­λεί­α, δέν θέ­λη­σε νά γνω­ρί­ση τόν Θε­ό, ­πού τοῦ τήν χά­ρι­σε, ἀλ­λά ἐ­πα­να­στά­τη­σε ἐ­ναν­τί­ον του, προ­σκυ­νῶν­τας θε­ούς ψευ­δώ­νυ­μους καί μά­ται­ους, ἀ­ναγ­κά­ζον­τας ἐ­πί πλέ­ον καί τούς ἀν­θρώ­πους νά τούς προ­σκυ­νοῦν αὐ­τός, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ναί­σθη­τος καί ἀ­πό αὐ­τά τά ἀ­ναί­σθη­τα εἴ­δω­λα. Αὐ­τός λοι­πόν καί αὐ­τήν τήν μα­κά­ρια Ὡ­ραι­ο­ζή­λη, ἀ­φοῦ τήν χώ­ρι­σε ἀ­πό τίς συν­τρό­φους της δύ­ο παρ­θέ­νες, τήν πα­ρου­σία­σε στό δι­κό του δι­κα­στή­ριο καί τῆς εἶ­πε· «Ἀ­πό ποι­ά ἀ­φορ­μή, γυ­ναί­κα, τήν μέν πα­τρι­κή σου θρη­σκεί­α ἀ­θέ­τη­σες, ἐ­νῶ τόν Χρι­στό ἀ­να­κη­ρύτ­τεις ὡς Θε­ό; ἤ για­τί ἐ­ξα­πα­τᾶς τούς ἀν­θρώ­πους μέ ψευ­δεῖς καί πι­θα­νούς λό­γους καί τούς πεί­θεις νά πι­στέ­ψουν σέ ἕ­ναν θνη­τό ἄν­θρω­πο, λέ­γον­τας, ὅ­τι αὐ­τός εἶ­ναι ποι­η­τής τοῦ παν­τός;­». Σ’ αὐ­τά ἡ Ἁ­γί­α ἀ­πο­κρί­θη­κε· «Ἐ­σύ, ἀσεβέ-στατε βα­σι­λιά, ἔ­μα­θες, ὅ­τι ὁ Χρι­στός, πού κη­ρύσ­σε­ται ἀ­πό ἐ­μέ­να, σταυ­ρώ­θη­κε ὡς ἄν­θρω­πος καί πῶς δέν ἔ­μα­θες καί αὐ­τό, ὅ­τι δη­λα­δή αὐ­τός ὁ ἴ­διος ἀ­να­στή­θη­κε ­σάν Θε­ός; ἤ πῶς δέν ἄ­κου­σες, ὅ­τι αὐ­τός, ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε στόν Ἄ­δη, συ­να­νέ­στη­σε ὅ­λους ὅ­σοι ἦ­ταν ἐ­κεῖ καί ὡς ἀρ­χη­γός τῆς ζω­ῆς χά­ρι­σε στούς νε­κρούς τήν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Τό ὅ­τι πά­λι ὁ Χρι­στός, ὄν­τας Θε­ός προ­αι­ώ­νιος, θέ­λη­σε νά γί­νη ἄν­θρω­πος καί νά πά­θη καί νά σταυ­ρω­θῆ γι­ά μᾶς καί γι­ά τήν σω­τη­ρί­α τοῦ γέ­νους τῶν ἀν­θρώ­πων, αὐ­τό πε­ριτ­τό εἶ­ναι νά τό λέ­ω στά αὐ­τιά ἐ­κεί­νων, ­πού δέν δέ­χον­ται αὐ­τό τό μυ­στή­ριο. Ἀλ­λά ἐ­γώ σοῦ λέ­ω τό ἑ­ξῆς, γιά πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α φο­ρά, πώς ὅ,τι καί ἄν κά­νης καί μέ ὅ,τι ἄν μέ φο­βε­ρί­σης ἤ κο­λα­κεύ­σης ἤ τι­μω­ρή­σης ἤ ὑ­πο­σχε­θῆς, δέν θά μπο­ρέ­σης νά μέ με­τα­κι­νή­σης ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ μου· πο­τέ νά μή μοῦ συμ­βῆ νά ἀρ­νη­θῶ τόν Θε­ό μου!, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ δη­μι­ούρ­γη­σε ἀ­πό τό μη­δέν καί μέ ἔ­φε­ρε στήν ὕ­παρ­ξι καί κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τούς Οὐ­ρα­νούς στήν γῆ καί «ἐ­σαρ­κώ­θη ἀ­σπό­ρως» γι­ά τήν δι­κή μου σω­τη­ρί­α. Λοι­πόν, ἐ­κεῖ­νο ­πού θέ­λεις, κά­νε, βα­σι­λιά. Νά, μπρο­στά σου βρί­σκε­ται αὐ­τό τό πή­λι­νο σῶ­μα μου καί καῖ­γε, κό­βε, σφά­ζε, τι­μώ­ρη­σέ το». Αὐ­τά λοι­πόν εἶ­πε ἡ Ἁ­γί­α.

Τό­τε ὁ τῆς βα­σι­λεί­ας καί τῆς ζω­ῆς αὐ­τῆς ἀ­νά­ξιος Δέ­κιος, ἄ­να­ψε ἀ­πό τόν θυ­μό καί προ­στά­ζει νά γδύ­σουν τήν Ἁ­γί­α καί νά τήν δέρ­νουν γιά πολ­λές ὧ­ρες. Ὅ­λοι ἔ­μει­ναν ἐκ­στα­τι­κοί βλέ­πον­τας τήν γεν­ναι­ό­τη­τα καί ὑ­πο­μο­νή τῆς τοῦ Χρι­στοῦ νύ­φης· δι­ό­τι ἔ­πα­σχε ­σάν νά πά­σχη κά­ποι­ος ἄλ­λος καί ὄ­χι αὐ­τή. Ἐ­πει­δή ὅ­μως ὁ βα­σι­λιάς συ­χνά στρε­φό­με­νος πρός τήν Ἁ­γί­α, τήν ἔ­βλε­πε ἐλ­πί­ζον­τας, ὅ­τι θά με­τα­βλη­θῆ ἀ­πό τήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ, γι’ αὐ­τό, ὤ τοῦ θαύ­μα­τος!, χά­νον­τας τήν ὀ­πτι­κή δύ­να­μι τῶν ὀ­φθαλ­μῶν του, ξαφ­νι­κά τυ­φλώ­θη­κε καί φαι­νό­ταν σάν ἕ­να πε­ρι­γέ­λα­σμα στούς ὑ­πη­κό­ους του. Ἔ­τσι πρός τό πα­ρόν πρό­στα­ξε νά φυ­λα­κί­σουν τήν Ἁ­γί­α καί παίρ­νον­τας ἕ­ναν χει­ρα­γω­γό στόν δρό­μο, ση­κώ­θη­κε ἀ­πό τόν θρό­νο καί πῆ­γε στά βα­σί­λεια.

Ἀλ­λ’ ἐ­πει­δή ἡ Ἁ­γί­α φρόν­τι­ζε νά πά­η πρός τόν πο­θού­με­νό της Νυμ­φί­ο Χρι­στό, εἰ­δο­ποί­η­σε τόν ἀ­σε­βῆ βα­σι­λιά, ὅ­τι “ἐ­άν ἐ­σύ δέν χρί­σης τούς ὀ­φθαλ­μούς σου μέ τό αἷ­μα τῆς κε­φα­λῆς μου, πού θά κο­πῆ, μέ ἄλ­λον τρό­πο δέν θά λά­βης τό φῶς σου”. Ὁ­πό­τε ἀ­μέ­σως πρό­στα­ξε καί ἀ­πο­κε­φά­λι­σαν τήν Ἁ­γί­α. Στήν συ­νέ­χεια, ἀ­φοῦ ἔ­χρι­σε τούς ὀ­φθαλ­μούς του μέ τό αἷ­μα της ὁ σι­χα­με­ρός καί ἀ­κά­θαρ­τος, ἔ­λα­βε ἀ­μέ­σως τό φῶς καί ἀ­νέ­βλε­ψε. Ἔ­μει­νε ὅ­μως ἀ­χά­ρι­στος σ’ αὐ­τή τήν εὐ­ερ­γε­σί­α ὁ πα­ρά­νο­μος βα­σι­λιάς, μᾶλ­λον, φθό­νη­σε ὁ παμ­βέ­βη­λος νά μή πά­ρουν οἱ Χρι­στια­νοί τό τῆς Ἁ­γί­ας τί­μιο σῶ­μα καί μέ αὐτό ἐ­πι­στρέ­ψουν στήν πί­στι τοῦ Χρι­στοῦ πολ­λούς Ἕλ­λη­νες. Γι’ αὐ­τό πρό­στα­ξε ὁ ἀ­λι­τή­ριος νά κά­ψουν τό λεί­ψα­νο τῆς Μάρ­τυ­ρος μέ φω­τιά. Καί ἡ μέν Ἁ­γί­α, ἀ­φοῦ ἐ­πέ­τυ­χε αὐ­τό, πού πο­θοῦ­σε, χαί­ρε­ται καί εὐ­φραί­νε­ται αἰ­ώ­νια στά Οὐ­ρά­νια, συμ­βα­σι­λεύ­ον­τας μέ τόν πο­θει­νό­τα­τό της Νυμ­φί­ο Χρι­στό.  Ἡ Σύ­να­ξι καί ἑ­ορ­τή της τε­λεῖ­ται στόν μαρ­τυ­ρι­κό Να­ό της, πού εἶ­ναι κον­τά στόν σε­βά­σμιο Να­ό τῆς Ἁ­γί­ας Με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος Ἀ­να­στα­σί­ας, στόν ὁ­ποῖ­ο Να­ό της γί­νον­ται θε­ρα­πεῖ­ες δι­α­φό­ρων ἀ­σθε­νει­ῶν καί μαρ­τυ­ρεῖ ὁ πα­ρά­λυ­τος ἐ­κεῖ­νος, ὁ ὁ­ποῖ­ος, ἀ­φοῦ προ­σῆλ­θε στόν Να­ό τῆς Ἁ­γί­ας, ἔ­γι­νε ὑ­γι­ής.

Τό μαρ­τυ­ροῦν οἱ στεῖ­ρες γυ­ναῖ­κες, οἱ ὁ­ποῖ­ες μέ  τό λεί­ψα­νο τῆς Ἁ­γί­ας ὁ­δη­γοῦν­ται σέ τε­κνο­γο­νί­α, καί οἱ γυ­ναῖ­κες ἐ­κεῖ­νες, πού ἔ­χουν κα­τά­ξη­ρους τούς μα­στούς τους ἀ­πό γά­λα, ἐ­πι­στρέ­φουν στίς οἰ­κί­ες τους ἔ­χον­τάς τα γε­μᾶ­τα ἀ­πό γά­λα, μέ τό ὁ­ποῖ­ο χορ­ταί­νουν τά ὑ­πο­μά­ζια βρέ­φη τους. Δι­ό­τι ἔ­τσι ξέ­ρει ὁ Θε­ός νά ἀν­τι­δο­ξά­ζη ἐ­κεί­νους πού τόν δο­ξά­ζουν καί γι’ αὐ­τόν χύ­νουν τό αἷ­μα τους.

https://www.neaskiti.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις